- αδιακρίτως
- 1. επίρρ.1) без различия; огулом, без исключения; 2. прав, независимо от..., невзирая на...;
αδιακρίτως ηλικίας — независимо от возраста;
αδιακρίτως προσώπων — невзирая на лица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιακρίτως ηλικίας — независимо от возраста;
αδιακρίτως προσώπων — невзирая на лица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδιακρίτως — ἀδιάκριτος undistinguishable adverbial ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent … Wikipedia Español
неотълоучьно — (2*) нар. 1.Неотделимо, неразделимо: Тако и ѥдиночадыи въ ˫адрѣ быти ѡч҃и гл҃тьсѧ. да неѿлучно ѥго навыкнемъ. (τὸ ἀχώριστον) ГБ XIV, 110г. 2. Без рассуждений, сомнений: дадимъ г҃ви отъмьщениѥ. сами же неотълѹчьно приимѣмъ (ἀδιακρίτως) ΚΕ XII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неразсоудьно — (1*) нар. Без рассуждения: сии ѹбо инѣми помыслы немалы обь˫алъ многыми трѹдомь себе издавъ. порютисѧ нерасъсѹдно да токмо хвалень˫а же и похвалы. причастить. (ἀδιακρίτως) ПНЧ XIV, 125а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ψ, ψ — Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά … Dictionary of Greek
αγελάδι — και γελάδι, το (Μ ἀγελάδιν) 1. αγελάδα 2. στον πληθ. τα αγελάδια ή γελάδια βόδια αδιακρίτως γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγελάδιν < ἀγελάς] … Dictionary of Greek
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αδιάφορος — η, ο (Α ἀδιάφορος, ον) [διαφέρω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται για κάποιον ή κάτι, αμελής, ψυχρός 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, ασήμαντος, αμελητέος 3. επίρρ. αδιαφόρως ανεξαιρέτως, αδιακρίτως αρχ. 1. αυτός που δεν διαφέρει από άλλον … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
γαμίζω — (AM γαμίζω) [γάμος] (αδιακρίτως φύλου) συνουσιάζομαι αρχ. μσν. παντρεύω (την κόρη μου) … Dictionary of Greek
δισέγγονος — ο (θηλ. δισεγγόνη και γγόνα, η ουδ. δισέγγονο και δισεγγόνι, τον πληθ. δισέγγονα και δισεγγόνια, αδιακρίτως φύλου) τα παιδιά τού εγγονού ή τής εγγονής σε σχέση προς τη γιαγιά ή τον παππού τους, η τρίτη γενεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) +… … Dictionary of Greek